The nostalgia factory

Στο δρόμο προς τη Σαχάρα
Ξεφύλλιζε το τελευταίο τεύχος του Μπλεκ. Ήξερε από ποια ιστορία θ' αρχίσει στο τέλος, όμως κάθε φορά του άρεσε να βλέπει στα γρήγορα όλο το περιοδικό. Η μάνα του του φώναξε από την κουζίνα: "Το φαΐ είναι έτοιμο. Ακόμα αυτά διαβάζεις; Μεγάλωσες πια".
Δεν ήξερε αν η μάνα του είχε δίκιο. Μάλλον είχε. Στα 16 σου έχεις μεγαλώσει. Αλλά ακόμα σε παίρνει να φέρεσαι και σε κάποια πράγματα σαν μικρός.
Έβαλε το Μπλεκ στην κωλότσεπη και βγήκε έξω. "Δεν πεινάω", φώναξε περνώντας από το διάδρομο, "πάω έξω". Πέρασε μέσα από την κουρτίνα με τις λωρίδες που είχαν ζωγραφισμένες πάνω τους διάφορα σχέδια των Ίνκας. Ή των Αζντέκων. Ποτέ δε θυμόταν. Θυμόταν μόνο ότι τις είχε φέρει ο Τάκης από το Μεξικό σε ένα από τα ταξίδια του εκεί.
Ο Τάκης, ο θείος Τάκης κανονικά, αδερφός της μάνας του και μάλλον το μόνο προσωπο στην οικογένεια που γούσταρε σιωπηλά: ψηλός, αδύνατος, με σταθερή, ωραία φωνή, συνήθιζε να φοράει λευκά πουκάμισα χωρίς να κλείνει τα κουμπιά τους το καλοκαίρι. Όταν δεν ταξίδευε βέβαια σε όλο τον κόσμο. Αλλά τώρα έλειπε ως συνήθως.
Βγήκε έξω. Στο βάθος του δρόμου είδε τον Ανδρέα στο ποδήλατο. Ο ήλιος άστραφτε στον κόκκινο σκελετό. "Πάμε στη Σαχάρα;" του πέταξε. "Κάτσε να πάω την εφημερίδα σπίτι κι έρχομαι", απάντησε ο Ανδρέας που γυρνούσε από το περίπτερο κάθε μέρα τέτοια ώρα που έρχονταν οι εφημερίδες.
Η Σαχάρα ήταν το ανεπίσημο όνομα της δίπλα μεγάλης παραλίας, που ήταν όλη άμμο. Μάλλον όμως δεν είχε επίσημο όνομα. Η παραλία ήταν μονίμως άδεια γιατί δεν είχε ούτε ένα δέντρο κι ο ήλιος σε βαρούσε κατακέφαλα. Κυρίως όμως γιατί δεν υπήρχε πρόσβαση με το αυτοκίνητο. Ποιος οικογενειάρχης περπατούσε κάτω από τον ήλιο ένα τέταρτο, αφού ανέβει ένα λόφο με το αμάξι, με τα μπαγκάζια στα χέρια και τα παιδιά να κλαίνε από την καυτή άμμο για να βρεθεί σε μια άδεια παραλία; Κι ας ήταν απέραντη.
Η παρέα βέβαια δεν κολλούσε σε τέτοια. Με τα ποδήλατα ανέβαιναν το λόφο που ξεκινούσε με σχοίνα και κακοτράχαλες πέτρες και κατέληγε σε ένα δασάκι από πεύκα στην κορυφή του. Με τον ίδιο τρόπο έφτανε στη θάλασσα από την άλλη μεριά. Δύσκολη διαδρομή ακόμα και για τα BMX που είχαν βγει στους δρόμους σαν σαλιγκάρια αυτήν την περίοδο. Πάντως όσοι κάναν τη διαδρομή θα έπρεπε να αρχίζουν να κατηφορίζουν προς το χωριό πριν σουρουπώσει. Το βράδυ ήταν αδύνατο να κατέβεις το λόφο χωρίς φώτα.
Ο Ανδρέας γύρισε μετά από πέντε λεπτά. "Έχεις;" τον ρώτησε, χωρίς να δώσει άλλες εξηγήσεις. "Ναι". Ξεκίνησαν μαζί κάνοντας τη συνηθισμένη κόντρα στο δρόμο.
Ο Ανδρέας ήταν ο καλύτερός του φίλος. Χρειάστηκαν μόνο λίγες μέρες να καταλάβει ο ένας τον άλλο. Εδώ και τρία καλοκαίρια, συνενοούνταν σχεδόν χωρίς λόγια. Τις λέξεις τις είχαν για να κάνουν πλάκες και για τις δύσκολες κουβέντες που γίνονταν σπάνια έτσι κι αλλιώς. Κόλλησαν από την πρώτη στιγμή.

Στο λόφο
Όταν έφτασαν στην κορυφή του λόφου είχαν αρχίσει να ζαλίζονται από τον ήλιο. Σταμάτησαν κάτω από ένα δέντρο και ξεκαβάλησαν. Αυτός έσκυψε κάτω από τη σέλα. Ανάμεσα από το σίδερο της σέλας και το μαξιλαράκι τράβηξε το πακέτο. OLD NAVY μαλακό, γιατί αυτή τη μάρκα είχε ακούσει ότι κάπνιζε ένας στο ραδιόφωνο που του άρεσε η μουσική που έβαζε. Τον άκουγε κάθε βράδυ Παρασκευής και Σαββάτου από τις 12 έως τις 2. Έβαζε μια μουσική απόκοσμη, σχεδόν εξωγήινη. Δεν καταλάβαινε τι ακριβώς ήταν, αλλά ήταν αδύνατο να κλείσει το ραδιόφωνο πριν να πέσει το σήμα του τέλους. Στην Αθήνα όλα αυτά. Γιατί τώρα στις διακοπές δεν έπιανε.
Άναψε ένα τσιγάρο κι άφησε το πακέτο δίπλα στον Ανδρέα να πάρει κι αυτός. Πήρε. Στην πρώτη ρουφηξιά προσπαθούσαν πάντα να βγάλουν τον καπνό από τη μύτη. Συνήθως δεν τα κατάφερναν. Πνίγονταν από τον καπνό και στην αρχή έβριζαν. Μετά όμως άρχιζαν να κοροϊδεύουν ο ένας τον άλλο και το πράγμα τελείωνε με γέλια.
Αυτή τη φορά ο Ανδρέας όμως το είχε αναπάντεχα σοβαρέψει:
- Τι θα κάνεις;
- Δεν ξέρω. Τι θα κάνω με τι;
- Άστα αυτά. Ξέρεις. Εννοώ με τη Χριστίνα.
- Αφού ρε συ δεν την έχεις δει πώς κοιτάει τους μεγάλους;
Οι μεγάλοι ήταν όντως ένα πρόβλημα. Όλες οι κοπέλες της παρέας έμοιαζαν σαν να κάνουν παρέα με τους μικρούς, δηλαδή με τους ακριβώς συνομήλικούς τους, από υποχρέωση. Πάντα κάτι τις ενοχλούσε σε αυτούς. Πάντα έβρισκαν κάτι που οι μεγάλοι το έκαναν καλύτερα. Αυτούς πήγαιναν κι έβλεπαν να παίζουν μπάλα, αυτούς χάζευαν όταν περνούσαν με τα μηχανάκια, αυτούς ήθελαν να τις πηγαίνουν στο μπαρ το βράδυ.
Κι αυτοί πάντα πήγαιναν στο μπαρ με κάποιες άλλες, μιλούσαν για κάποιες άλλες, ήθελαν κάποιες άλλες, κάποιες άλλες εκτός από αυτές. Γιατί αυτές ήταν μικρές. Τόσο απλό και τόσο άλυτο ήταν το θέμα. Κι αυτοί τι, πόσο μεγάλοι να ήταν, ζήτημα να τους έριχναν 2–3 χρόνια. Αλλά δεν έχει σημασία. Ήταν μεγάλοι.

Η Χριστίνα
Περίεργη περίπτωση. Ούτε οι φίλες της καλά καλά δεν ήξεραν πώς ακριβώς ήταν αυτό το κορίτσι.
Μπορεί να ήταν μυστήρια επειδή ερχόταν κάθε καλοκαίρι με τη μάνα της και τον μικρό της αδερφό και κανένας δεν ήξερε τι είχε γίνει ο πατέρας της. Ποτέ δε μιλούσε γι' αυτό.
Μπορεί γιατί απέφευγε να κάνει τα γνωστά σπαστικά που μόνο τα κορίτσια κάνουν.
Δεν είχε σημασία, ήταν διαφορετική. Μαζί με όλους τους άλλους κι αυτός δεν μπορούσε να την καταλάβει. Αλλά μάλλον ήταν ο μόνος που αυτό τον γοήτευε. Οι υπόλοιποι της παρέας συνήθως δεν ασχολούνταν ιδιαίτερα. Αυτός όμως προσπαθούσε να καταλάβει. Δε γινόταν αλλιώς.
Τη μία ήταν σιωπηλή και μόνη. Περνούσε χρόνο έτσι απομακρυσμένη από τα άλλα κορίτσια της παρέας. "Αφήστε την" έλεγαν οι άλλες κοπέλες, "σκέπτεται τον πατέρα της" κι ας μην είχαν ιδέα τι είχε στο μυαλό της πραγματικά.
Την άλλη ήταν σαν αγρίμι, αδύνατον να τη φέρεις με τα νερά σου. Έβαζε τα γυαλιά ηλίου, έπιανε τα μαλλιά της πίσω και γελούσε σε όλους. Χαιρόταν, μιλούσε σαν να μην υπήρχε άλλος δίπλα της κι έδειχνε να κλείνει μέσα της όλη την ελευθερία του κόσμου. Ζήλευε αυτή την ελευθερία. Του φαινόταν αδύνατη και ήθελε να μάθει πώς μπορούσε να υπάρχει.
Το είχε ψιλοπεί στον Τάκη. Αυτός ήξερε, είχε γυρίσει τον κόσμο, είχε γνωρίσει γυναίκες, μπορούσε να καταλάβει. Η απάντηση του ήταν από αυτές που δεν τις ξεχνάς ποτέ:
"Ανακάλυψες κάτι υπέροχο, μικρέ! Δεν έχει εξήγηση, αλλά υπάρχει. Αυτή η ελευθερία είναι ένα πράγμα που το έχουν μόνο τα κορίτσια. Και μη νομίζεις ότι το έχουν όλα. Τα περισσότερα κάνουν σαν μεγάλες κι όταν στ' αλήθεια μεγαλώσουν ψάχνουν να βρουν τι χάσανε. Ούτε να πιστεύεις ότι αυτό μπορούν να το δουν πολλοί άντρες.
Δε συμβαίνει συχνά, εσύ το βρήκες. Το βρήκες επειδή ήθελες να το βρεις. Κι επειδή δεν το φοβάσαι. Να ξέρεις: κανένας δεν μπορεί να κάνει δικό του ένα τέτοιο κορίτσι, παρά μόνο αν αυτή το αποφασίσει. Όμως έχεις δύναμη κι εσύ. Παίξε τους άσσους σου και να είσαι εκεί όταν πρέπει. Μη σε νοιάζουν οι μεγάλοι, είσαι καλύτερος. Σου έχω εμπιστοσύνη. Άντε, πήγαινε τώρα."
Τον επανέφερε η φωνή του Ανδρέα:
- Εγώ σου λέω ότι η Χριστίνα σε γουστάρει. Ούτε μια φορά δεν έχει πει όχι σε ό,τι έχεις προτείνει ή ζητήσει ή δεν ξέρω τι.
- Εγώ σου λέω ότι είσαι μαλάκας. Εκεί που είναι ήσυχη αλλάζει. Μιλάει δυνατά, γελάει, κοιτάει τους μεγάλους. Δεν ξέρω τι να κάνω. Ούτε να την πλησιάσω δε με αφήνει.
- Αφού είμαστε κι εμείς κοντά. Δοκίμασες καμιά φορά να βρεθείτε μόνοι σας; Κότα, ε κότα!
Δεν ήθελε να πιστέψει ότι ο Ανδρέας μπορεί να είχε και δίκιο. Ή μάλλον ήθελε. Αλλά αυτό τον φόβιζε κιόλας.

Με τα ποδήλατα στην άμμο
Αυτά τα λόγια σκάγανε ξανά και ξανά στο κεφάλι και των δύο όπως ακούς τη φωνή σου μιλώντας σε άδειο πηγάδι. Αλλά σταμάτησαν όταν τους φάνηκε από μπροστά κι αριστερά τους κάτι σαν σύρσιμο. Σήκωσαν το κεφάλι τους να δουν. Τίποτα.
Δεν πέρασε μισό λεπτό και ξανάκουσαν το σύρσιμο. Τότε είδαν το κεφάλι της οχιάς να βγαίνει μέσα από τις πέτρες. Σηκώθηκαν σαν τρελοί κι ανέβηκαν στα ποδήλατα. Χωρίς να συνεννοηθούν, δε χρειαζόταν, άρχισαν να κατεβαίνουν το λόφο από την αντίθετη μεριά, αυτή που οδηγούσε στη θάλασσα. Δηλαδή σε σίγουρο αδιέξοδο. Κάποια στιγμή το πόδι του Ανδρέα πιάστηκε σε κάτι θάμνους κι άρχισε να ματώνει. Ούτε που τον ένοιαζε.
Σε δύο λεπτά είχαν κατέβει όλο το λόφο. Λαχανιασμένοι πιο πολύ από το φόβο και λιγότερο από την τρεχάλα, έφτασαν σ' εκείνο το σημείο που η άμμος έχει αρχίσει να νοτίζεται από το νερό. Μόνοι τους κάτω από τον ήλιο και με το δρόμο να απέχει ένα λόφο μακριά δεν είχαν ιδέα πώς θα γύριζαν πίσω. Από αριστερά δεν είχε τίποτα — μόνο βράχια. Από δεξιά η παραλία ήταν μεγάλη. Στο τέλος της οδηγούσε σε ένα κομμάτι γης που έμπαινε μέσα στη θάλασσα, αλλά κι εκείνο ήταν βραχώδες. Πίσω από αυτό το κομμάτι γης ήταν η συνηθισμένη παραλία του χωριού με τα βότσαλα. Εκεί έπρεπε να φτάσουν. Με τις ρόδες από τα ποδήλατα να μπαίνουν στην άμμο, έπρεπε να τα σέρνουν. Όχι και ό,τι πιο εύκολο με τόση ζέστη.
Προχωρούσαν αμίλητοι. Αυτό το "κότα" που του είχε πετάξει ο Ανδρέας σε άλλη περίπτωση θα ήταν αφορμή για τσακωμό. Όμως τώρα δεν είχε καμία διάθεση να τσακωθεί. Ίσως επειδή μπορεί και να είχε δίκιο.

Ο βράχος του Sandro
Σιγά σιγά η άμμος έδινε τη θέση της στις πέτρες και μετά στα βράχια. Κάποια στιγμή σήκωσαν τα κεφάλια τους.
- Ρε συ αυτός εκεί κάτω δεν είναι ο βράχος του Sandro; ρώτησε ο Ανδρέας.
Ο Sandro ήταν ένας ιταλός πιτσιρίκος, που πριν καμιά εικοσαριά χρόνια, ήταν στην ηλικία των ίδιων κι ερχόταν κάθε καλοκαίρι στο χωριό. Κρατούσε η μάνα του από Ελλάδα, ενώ η οικογένεια είχε μετακομίσει μόνιμα στο Παλέρμο. Θρασύτατος, πολυλογάς, φιγουρατζής, αλλά συνεχώς χαμογελαστός και μάλλον καλόκαρδος. Το τέλειο δείγμα του σαγηνευτικά απαίσιου τύπου.
Ένα απόγευμα ο αλητάκος Sandro, μπροστά σε ένα τσούρμο μικρών που ήθελαν να του μοιάσουν, πήδηξε από αυτό το βράχο για να κάνει τη συνηθισμένη του μόστρα. Μόνο που δεν υπολόγισε καλά και πήγε με το κεφάλι στον πάτο. Έμεινε στον τόπο.
- Ναι, αυτός είναι. Εδώ που φτάσαμε όμως τι γίνεται; Πώς θα γυρίσουμε πίσω;
- Εγώ από το δασάκι δεν ξαναπάω. Κουβάλα το ποδήλατο στον ώμο να περάσουμε έτσι τα βράχια.
Μια κουβέντα ήταν αυτό. Τα βράχια ήταν και δύσβατα και απότομα. Μια πάνω μια κάτω. Τα ποδήλατα τα έσερναν πίσω τους και οι ακτίνες από τις ρόδες σφηνώνονταν στα εξωγκώματα. Σε κάποιο σημείο ο βράχος σταματούσε απότομα και συνεχιζόταν δέκα μέτρα παραπέρα σαν να έχει κόψει κάποιος με ένα τεράστιο μαχαίρι μια φέτα γης. Η θάλασσα από κάτω τουλάχιστον άλλα τόσα μέτρα μακριά. Αδιέξοδο.
- Πηδάμε;
- Είσαι τρελός; Θα σκοτωθούμε!
- Σιγά μη σκοτωθούμε.
- Και τα ποδήλατα;
- Και τα ποδήλατα.
- Εγώ θα γυρίσω πίσω, είπε ο Ανδρέας. Αν σκουριάσει το BMX από τα νερά, δε θα ξαναβγώ έξω για ένα χρόνο. Άσε που δε θέλω να πάω όπως ο Sandro.
- Εγώ θα πηδήξω.
Για μια στιγμή του φάνηκε ότι ξαναζεί την ιστορία του ιταλού πιτσιρικά. Ότι όλοι είναι εκεί, τον κοιτούν και περιμένουν να βουτήξει και να βρει με το κεφάλι του το βράχο. Αν δε γίνει αυτό, χαλάει το story.
- Άμα τη βγάλεις καθαρή, που σιγά μην τη βγάλεις, θα πας να μιλήσεις στη Χριστίνα, του είπε με την πλάτη στραμμένη ο Ανδρέας.
- Χα!
- Στοίχημα!

Κάτω από το νερό
Και πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση του ακούστηκε ο ασυνάρτητος θόρυβος από το ποδήλατο που έπεσε πρώτο. Ακολούθησε ο ήχος του σώματος που πέφτει στο νερό από ψηλά. Ο Ανδρέας κοιτούσε αποσβολωμένος.
Όση ώρα έπεφτε έκλεισε τα μάτια και τα ξανάνοιξε λίγο πριν συναντηθεί με τη θάλασσα. Δεν ένιωσε τίποτα. Στο νερό του φάνηκε ότι κατέβαινε μέχρι να σταματήσει για ώρες. Ή μήπως ήταν μέρες;
Είδε τον εαυτό του να βρίσκεται σε ένα σκοτεινό και υγρό υπόγειο στην Αθήνα, εκεί που μαζευόταν όλο το σχολείο τα Σαββατόβραδα να ακούσει μουσική με πολύ θόρυβο. Το υπόγειο άθλιο, βρώμικο, μύριζε τσιγαρίλα πολύ πριν αρχίσεις να κατεβαίνεις τα σκαλιά. Ήταν το καλύτερο υπόγειο του κόσμου.
Η κάθοδος συνεχιζόταν. Μετά βρέθηκε να περπατάει δίπλα στο αεροδρόμιο ξημερώματα μέχρι να αρχίσουν να περνάνε τα λεωφορεία να τον πάνε σπίτι. Το μόνο που μπορούσε να δει ήταν τα μπλε φωτάκια των διαδρόμων που δεν τελείωναν πουθενά. Δεν υπήρχε άλλο τοπίο, μόνο τα φώτα των αεροδιαδρόμων.
Ένιωσε την πλάτη του να βρίσκει βυθό. Όχι βράχια, αλλά άμμο. Απαλή, λευκή, ανακουφιστική άμμο. Έμεινε εκεί άλλο τόσο. Μετά άρχισε να ανεβαίνει.
Στην άνοδο τού φάνηκε σαν να είδε μπροστά του τη Χριστίνα. Χαμογέλασε, αν μπορεί κάποιος να χαμογελάσει στο νερό μετά από τέτοια πτώση. Σκέφτηκε ότι θα ήθελε να σταματήσει για λίγο να ανεβαίνει για να συνεχίσει να τη βλέπει.
Όταν έφτασε στην επιφάνεια είδε το ποδήλατο λίγο πιο πέρα να περιμένει. Ποτέ δε βούλιαξε και ποτέ δε σκούριασε. Το πέρασε από το λαιμό του και κολύμπησε προς την άλλη άκρη των βράχων καθώς σκεφτόταν το στοίχημα.

Boys of summer
Καθώς γυρνούσε στο σπίτι άρχισε να συνειδητοποιεί από πού πήδηξε. Πάγωσε από το φόβο του εκ των υστέρων, ενώ δεν υπήρχε λόγος πια. Μπήκε αθόρυβα από την εξώπορτα -όλοι το μεσημέρι έπεφταν για ύπνο-, πέρασε ήσυχα μέσα από την κουρτίνα με τις λωρίδες κι έψαξε μέσα από τις γρίλιες για το παρκαρισμένο ποδήλατό του στην αυλή. Σίγουρα το είχε πάρει μαζί του; Σίγουρα έγινε όλο αυτό;
Έφαγε κατευθείαν από την κατσαρόλα που είχε μείνει πάνω στο μάτι της κουζίνας. Μάλλον ήταν το πιο νόστιμο φαγητό που είχε μαγειρευτεί ποτέ.
Το βράδυ γύρω στις 10 μαζεύτηκαν όπως πάντα δίπλα στην παλιά προβλήτα. Η άμμος ήταν ακόμα ζεστή από τον ήλιο της ημέρας. Η παρέα αναπάντεχα όλη εκεί, ακόμα και τα κορίτσια.
- Πώς και είστε όλες εδώ; είπε σαρκαστικά ο Ανδρέας. Δε σας παίζουν οι μεγάλοι;
- Είναι η τελευταία σας ευκαιρία, απάντησε η Φανή, που κάτι τέτοια περίμενε ν' ακούσει για να πάρει μπρος.
Άρχισαν όλοι να φωνάζουν σε όλους σε δευτερόλεπτα. Γκρίνιες, απειλές και κατηγορίες από τα κορίτσια προς τα αγόρια (και το αντίθετο βέβαια) για ένα σωρό τρομερά σημαντικά — ασήμαντα πράγματα. Σχεδόν βρίζοντας, αλλά ποτέ δεν ξέφυγε από το στόμα τους κάτι πολύ βαρύ. Στο βάθος ήξεραν ότι δεν κάνουν οι μεν χωρίς τους δε ό,τι κι αν λένε. Έπρεπε απλώς να μάθουν να ζουν πιο καλά μαζί.
Ο Ηλίας έκανε την κίνηση ματ. Έβγαλε από την τσάντα που είχε στους ώμους του μπύρες. Τις είχε κλέψει ως συνήθως από ένα από τα πίσω ψυγεία της ταβέρνας του χωριού.
Είχε ειδικευτεί σε αυτό: Το αφεντικό δεν ήταν πρόβλημα. Έβγαινε μόνο από μπροστά την ώρα της δουλειάς. Με το παχύ του, κατάμαυρο μουστάκι και την άσπρη ποδιά πάνω από την μπάκα του υποδεχόταν τους πελάτες με χαρά.
Ο Ηλίας στο μεταξύ είχε μάθει πότε περνούν οι σερβιτόροι να πάρουν τα κασόνια με τις μπύρες να τα φέρουν στα μέσα ψυγεία. Επίσης είχε μάθει πότε το μαγαζί είχε αρκετό κόσμο ώστε κανένας να μην ασχοληθεί με το τι συμβαίνει στην πίσω μεριά. Ήταν τελικά πιο εύκολο απ' όσο φαινόταν.
Το πράγμα μαλάκωσε κάπως.
Μερικά αγόρια άρχισαν να πίνουν μονορούφι θέλοντας να το παίξουν και καλά έμπειροι. Ανάμεσα τους κι ο Ανδρέας. "Πρόσεχε, θα την ακούσεις από την πρώτη σταγόνα, μεγάλε", του είπε σκωπτικά η Φανή. Αυτός κατέβασε το κεφάλι, δεν τον έπαιρνε.
Για να αλλάξει το σκηνικό έβγαλε το ραδιοφωνάκι του πατέρα του από την κωλότσεπη. Το έβαλαν στο μοναδικό σταθμό που δεν έπαιζε ελληνικά. Ευτυχώς. Αυτό ήταν κάτι που δε συζητιόταν από κανέναν. Έτσι κι αλλιώς 3–4 ήταν όλοι κι όλοι οι σταθμοί που έπιαναν.
- Το ξέρω αυτό που παίζει, πέταξε κάποιος. Είναι το Boys of summer.
Με το άκουσμα του τίτλου η Χριστίνα άφησε ό,τι έκανε και στράφηκε προς το μέρος του.
- Ξέρεις τι λέει αυτό το τραγούδι;
- Μπα, πρώτη φορά το ακούω, της απάντησε θέλοντας να πει κάτι στα γρήγορα να ξεμπερδεύει — κι ας ήταν το αγαπημένο του. Και μόνο η ερώτηση τον είχε μπλοκάρει.
Η φωνή του Τάκη αντηχούσε στ' αυτιά του: "Κανένας δεν μπορεί να κάνει δικό του ένα τέτοιο κορίτσι, παρά μόνο αν αυτή το αποφασίσει. Όμως έχεις δύναμη κι εσύ."
- Λέει για τα αγόρια του καλοκαιριού που φεύγουν το χειμώνα. Αλλά εσύ δε θες να φύγεις. Θέλεις;
- Ποιος; Εγώ; Τι λες;
- Δεν ξέρεις τι λέω;
- Πάμε πιο πέρα; της είπε κι έπιασε με το μάτι του την κάφτρα από το τσιγάρο να τρέμει μαζί με το υπόλοιπο χέρι του. Του φάνηκε αιώνας μέχρι ν'ακούσει κάτι. Σαν να ξανάπεφτε δέκα φορές μαζί από το βράχο του Sandro.
- Πάμε.
Προσπάθησε να μη φωνάξει, να μην τρελαθεί από τη χαρά του. Προσπάθησε ακόμα και να μη χαμογελάσει. Μπορεί και να τα κατάφερε. Σηκώθηκε κι άρπαξε δύο κουτάκια μπύρες.
"Πάρε μία, άσε την άλλη για τα παιδιά", του είπε απαλά. "Θα πιούμε από την ίδια εμείς."
Άφησε τη μία μπύρα και χωρίς να πει τίποτα άρχισε να απομακρύνεται μαζί της.
Από πίσω άκουσε τη φωνή του Ανδρέα να φωνάζει:
- Στοίχημααααα.
-------
Το κείμενο αυτό γράφτηκε στις 08/08/2009. Κάθε καλοκαίρι το ξαναβλέπω και το βελτιώνω από λίγο. Όσο θέλει αυτό βέβαια.